- αιτία
- Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή.
(Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα.
Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας (επιδίωξη για εκπλήρωση υποχρέωσης, απόκτηση εμπράγματου δικαιώματος κλπ.). Η α. είναι ο έμμεσος νομικός σκοπός που δικαιολογεί την επίδοση (άμεσος νομικός σκοπός), δηλαδή τη μετάθεση περιουσιακού πλεονεκτήματος από εκείνον που μεταβιβάζει σε εκείνον που αποκτά. Διακρίνεται από τα παραγωγικά αίτια της δικαιοπραξίας, τα ψυχολογικά κίνητρα δηλαδή, που συνετέλεσαν στην κατάρτιση της δικαιοπραξίας και αποτελεί τον ενδιάμεσο σκοπό ανάμεσα στα κίνητρα αυτά και τον άμεσο νομικό σκοπό. Οι δικαιοπραξίες με βάση την α. χωρίζονται σε αιτιώδεις και αναιτιώδεις. Αιτιώδεις χαρακτηρίζονται εκείνες στις οποίες η α. αποτελεί το κύριο στοιχείο της δικαιοπραξίας από το οποίο κρίνεται το κύρος της (μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου, σύσταση εμπράγματου δικαιώματος επί τούτου και όλες σχεδόν οι ενοχικές συμβάσεις, π.χ. πώληση, μίσθωση, εταιρεία κλπ.). Αναιτιώδεις ή αφηρημένες δικαιοπραξίες είναι εκείνες οι οποίες είναι τόσο χαλαρά συνδεδεμένες με την α. τους, ώστε να μην επηρεάζει αυτή το κύρος ή τη νομιμότητα της δικαιοπραξίας (μεταβίβαση κυριότητας κινητών, έκδοση συναλλαγματικής κλπ.). Απόλυτη, όμως, παραγνώριση της σημασίας της α. στις δικαιοπραξίες δεν υπάρχει και για τις αναιτιώδεις προβλέπεται αγωγή ή ένσταση αδικαιολόγητου πλουτισμού, ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος να εκπληρώσει παροχή ένας οφειλέτης από ανύπαρκτη, παράνομη ή ανήθικη α.
(Φιλοσ.) Καθετί που συνεπάγεται αναγκαστικά κάτι άλλο, που λέγεται αποτέλεσμα. Έγιναν πολλές προσπάθειες στον χώρο της φιλοσοφίας να καθοριστούν η έννοια και οι διακρίσεις της. Η συστηματικότερη ανάλυση έγινε από τον Αριστοτέλη (Μετά τα Φυσικά) και επικράτησε στη φιλοσοφική σκέψη ολόκληρο τον Μεσαίωνα. Ο Αριστοτέλης διέκρινε τέσσερα είδη α.: α) τυπική, β) υλική, γ) ποιητική και δ) τελική. Την αρχή της α. αμφισβήτησαν στην αρχαιότητα ο Αινησίδημος και ο Σέξτος ο Εμπειρικός και στους νεότερους χρόνους ο Χιουμ, που θεωρούσε την ακολουθία α.-αποτελέσματος απλώς χρονική που από συνήθεια νομίζουμε αιτιώδη και ο Ογκίστ Κοντ που θεωρούσε αδύνατο στην ανθρώπινη διάνοια να συλλάβει την τελική αιτία. Για τον Καντ η α. είναι μία από τις κατηγορίες του ανθρώπινου πνεύματος άσχετη από την εμπειρία.
* * *η (Α αἰτία)1. ο βαθύτερος, ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο συμβαίνει κάτι, αναγκαία προϋπόθεση, αίτιο*2. κίνητρο, ελατήριο, αφορμή, ευκαιρία (και αρχ. συνεκδοχικά, θέμα, υπόθεση άσματος)3. φρ. «εξ αιτίας», ένεκα, για τον λόγο (ότι)...νεοελλ.1. πρόφαση, δικαιολογία2. ευθύνη, κατηγορία («μη μού ρίχνεις την αιτία»)3. αιτία, προδιάθεση για αρρώστια και συνεκδ. αρρώστια, πάθηση4. (για πρόσωπα) αίτιος, πρόξενος, δημιουργός5. (νομ.) κάθε τυχαίο γεγονός που προξενεί νομικό αποτέλεσμααρχ.1. κατηγορία, ψόγος, μομφή2. το σφάλμα, η ευθύνη, η ενοχή που περιέχονται σε μια κατηγορία, έγκλημα3. (για δικανικούς λόγους) ύβρις, λοιδορία χωρίς αποδεικτικά στοιχεία (σε αντίθεση προς τον έλεγχο*)4. (με καλή σημασία) φήμη, τιμή, «καλό όνομα»5. αγαθή ενέργεια ή το αποτέλεσμά της6. επίπληξη, νουθεσία, σύσταση7. το κεφάλαιο, το τμήμα μιας κατηγορίας στο οποίο υπάγεται κάτι8. φρ. «αἰτίαν ἔχω ή φεύγω τινός», κατηγορούμαι για κάτι«αἰτίαν ἔχω ὑπό τινος» (και «λαμβάνω ἀπό τινος»), κατηγορούμαι από κάποιον «αἰτίαν ὑπέχω», βρίσκομαι υπό κατηγορίαν «ἐν αἰτίᾳ ἔχω ή βάλλω τινὰ (ή δι' αἰτίας ἔχω τινά») κατηγορώ, κηρύσσω ένοχο κάποιον «τὴν αἰτίαν ἐπιφέρω τινί» ρίχνω το σφάλμα, την ευθύνη σε κάποιον «ἀπολύω τῆς αἰτίας», απαλλάσσω από την κατηγορία' «αἰτίᾳ», για «χάρη», «προς χάριν» κάποιου«αἰτίαι κοιναί», καταγγελία για δημόσια αδικήματα«αἰτίαι ἴδιαι», καταγγελία για αδικήματα ιδιωτικής φύσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἰτία προέρχεται είτε από ουσιαστικοποίηση τού θηλυκού τού έπιθ. αἴτιος είτε απευθείας από τη λ. *αἶτος «μέρος, κομμάτι, μερίδιο» (< αἴνυμαι «αδράχνω, πιάνω, παίρνω»), απ' όπου και τα αἷσα, αἴτιος και αἰτῶ βλ. λ. Οποιαδήποτε κι αν είναι η ετυμολ. προέλευσή της, αρχικά η λ. αἰτία (όπως και το αἴτιος) θα σήμαινε «τη λήψη μέρους, μεριδίου από κάτι», άρα «τη συμμετοχή, την ευθύνη για κάτι». Από την τελευταία αυτή σημ., που μαρτυρείται στον Πίνδαρο, τους Τραγικούς και άλλους αρχαίους συγγραφείς, η λ. χρησιμοποιήθηκε ως δικανικός όρος σημαίνοντας «την κατηγορία», ως φιλοσοφικός με τη σημ. «αίτιο, η προκαλούσα αιτία» (που είναι και η σημ. που τελικά υπερίσχυσε και αποτελεί τη σημερινή σημ. τής λέξεως) και, τέλος, ως ιατρικός όρος σημαίνοντας «την ασθένεια».ΠΑΡ. αἰτιώδης, αἰτιῶμαιαρχ.αἰτίωμανεοελλ.αιτιάρης.ΣΥΝΘ. αιτιολογώμσν.αἰτιώνυμοςνεοελλ.αιτιαρχία, αιτιοκρατία].
Dictionary of Greek. 2013.